εξιχνίαση

εξιχνίαση
[-ις (-εως)] η
1) выслеживание; 2) раскрытие; обнаружение;

εξιχνίαση του εγκλήματος — раскрытие преступления


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "εξιχνίαση" в других словарях:

  • εξιχνίαση — η (AM ἐξιχνίασις) [εξιχνιάζω] ανακάλυψη ύστερα από επίμονη έρευνα («εξιχνίαση τού εγκλήματος») …   Dictionary of Greek

  • εξιχνίαση — η 1. ανίχνευση, αναζήτηση που στηρίζεται σε ίχνη που βρέθηκαν. 2. μτφ., ανακάλυψη ύστερα από επίμονη ανίχνευση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξιχνιάσῃ — ἐξιχνιάζω aor subj mid 2nd sg ἐξιχνιάζω aor subj act 3rd sg ἐξιχνιάζω fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξίχνευση — η (AM ἐξίχνευσις) [εξιχνεύω] 1. εξιχνίαση 2. ανάλυση μεταλλεύματος …   Dictionary of Greek

  • εξιχνιασμός — ἐξιχνιασμός, ο (Α) [εξιχνιάζω] εξιχνίαση …   Dictionary of Greek

  • σφυγμομέτρηση — Μια από τις βασικές μεθόδους της πρακτικής κοινωνικής έρευνας. Είναι γνωστή και με την ονομασία γκάλοπ. Εφαρμόζεται σε κοινωνικές, κοινωνικοψυχολογικές, δημογραφικές κ.ά. έρευνες. Κατά τη σ. κάθε μέλος της ομάδας που έχει επιλεχθεί για την έρευνα …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • διακοινώσιμος — η, ο αυτός που είναι δυνατόν να γνωστοποιηθεί, να κοινοποιηθεί: Δεν είναι διακοινώσιμα τα πορίσματα της έρευνας για την εξιχνίαση του εγκλήματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαλεύκανση — η η αποσαφήνιση, η εξιχνίαση, το ξεκαθάρισμα: Θα προσφύγει στα δικαστήρια, για τη διαλεύκανση των φορολογικών του υποθέσεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαγωνικό — το 1. κυνηγετικό σκυλί. 2. μτφ., ικανός αστυνομικός για την εξιχνίαση εγκλημάτων: Η υπόθεση εξιχνιάστηκε χάρη στα λαγωνικά της αστυνομίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεταγενέστερος — η, ο αυτός που ανήκει σε νεότερη εποχή, ο κατοπινός: Οι μεταγενέστερες έρευνες οδήγησαν στην εξιχνίαση του εγκλήματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»